"Να τους δώσουμε να καταλάβουν πως ο σοσιαλισμός είναι δύσκολο πράμα ακριβώς γιατί είναι μεγάλο πράμα. Δε φτάνει να πάρεις την εξουσία. Χρειάζεται να ζυμώσεις ξανά τον άνθρωπο που τον έπλασαν οι αιώνες, και να φτιάξεις απ’ την αρχή, καινούργιο…"
( "...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα")

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Η ιστορία του Σιντό Καλή, του ΟΚΝίτη που πέθανε από την πείνα εξόριστος στον Άη-Στράτη

Ο «κεντρικός θάλαμος» (παλιό σχολείο) του Αη Στράτη
μέσα στον οποίο βρήκαν το θάνατο από την πείνα
33 εξόριστοι τον χειμώνα 1941-42

Η ιστορία του ΟΚΝίτη Σιντό Καλή που δημοσιεύουμε παρακάτω προέρχεται από την έκδοση «Μορφές Ηρώων», αντίτυπο της οποίας φυλάσσεται στο Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ. Η έκδοση αυτή είναι αφιερωμένη σε νεολαίους κομμουνιστές αγωνιστές που κάτω από αφάνταστες δυσκολίες, σε εξορίες και φυλακές έδωσαν μέχρι και τη ζωή τους για τα δίκια της εργατικής τάξης, στον αγώνα για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Ποιος δεν έχει ακούσει για την Τούμπα, για την ηρωική αυτή συνοικία της Θεσσαλονίκης! Ο λαός μας έχει τραγουδήσει και τραγουδάει ακόμα τα κατορθώματά της στην πρώτη και τη δεύτερη κατοχή. Η Τούμπα στάθηκε ο φόβος και ο τρόμος των ξένων κατακτητών και των Ελλήνων προδοτών. Σ’ αυτή την περήφανη φτωχοσυνοικία, γεννήθηκε, μεγάλωσε, άνδρωσε και διαπαιδαγωγήθηκε επαναστατικά, ο Εβραίος Σιντό Καλή. Από μικρό παιδί ο Σιντό ένιωσε βαθιά την άγρια εκμετάλλευση και τις φυλετικές διακρίσεις που καλλιεργούσε το αστοτσιφλικάδικο καθεστώς. Από ηλικία 7 χρονών, ρίχνεται στη σκληρή βιοπάλη για να βγάλει το ψωμί της ημέρας. Κάνει θελήματα στους «κύριους», δουλεύει σαν λούστρος, μικροπωλητής, λαντζέρης. Και τέλος σαν εργάτης χαλκουργός. Τις νύχτες, μετά απ’ τη βαριά δουλειά, πηγαίνει και κοιμάται στο μικρό από λαμαρίνα και πισσόχαρτο, ετοιμόρροπο καλυβάκι του. Μέσα εκεί κάνει ανυπόφορο κρύο το χειμώνα, καυτερή ζέση το καλοκαίρι. Από την πείνα και την κακοπέραση ο Σιντό συχνά νιώθει φριχτούς πόνους στο στομάχι. «Πότε δε χόρτασα καλά στη ζωή μου,» έλεγε κάθε τόσο στους φίλους του. Όσο ζούσε στο σπίτι του, έβλεπε με πόνο το λυπητερό κλάμα της γριάς μάνας του, τα χλωμά πρόσωπα, τα σκελετωμένα κορμιά των αδελφάδων του. Στο σπίτι-παράγκα, βασίλευε η πείνα, η γύμνια, η αναδουλειά. «Τι θα γίνουμε;» Με το ερώτημα αυτό ξημεροβραδυαζόταν ο Σιντό. Οι αδελφές του μη μπορώντας να βρουν διέξοδο από το δράμα της πείνας, να βρουν το σωστό δρόμο της πάλης για τη ζωή, κύλησαν στη διαφθορά. Το Σιντό κοντά στην πείνα, τον πλήγωνε τώρα και η ντροπή για την κατάντια των αδελφάδων του.

«Ποιος επιτέλους φταίει;», «Γιατί οι αδελφές μου κατάντησαν του δρόμου;», «Γιατί δεν έχω δουλειά και πεινώ;» Αναρωτιόταν συχνά ο Σιντό. Στα αγωνιώδη αυτά ερωτήματά του, απάντησε ένας χαλκουργός εργάτης, που τελευταία έγινε φίλος του. Και ο Σιντό επιτέλους βρήκε ποιος φταίει και έμαθε τι πρέπει να κάνει για να αλλάξει αυτή η δραματική ζωή.

Ο Σιντό Καλή μπήκε στο επαναστατικό κίνημα, έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Πουλούσε την εφημερίδα της ΟΚΝΕ, το “Ριζοσπάστη”, την ΚΟΜΕΠ. Πήγαινε στις συνεδριάσεις του πυρήνα του, δούλευε στην επαναστατική παράταξη του σωματείου του, ξεσκέπαζε τους απεργοσπάστες και τριεψιλίτες, έπαιρνε μαχητικά μέρος στις απεργίες και στις διαδηλώσεις. Στη μεγάλη απεργία της Θεσσαλονίκης του 1935 τραυματίστηκε. Έτσι, με αίμα ο Σιντό άνοιγε τον επαναστατικό του δρόμο.

Η επαναστατική δράση του Σιντό στη Θεσσαλονίκη τόσο σαν ΟΚΝίτη όσο και σαν μέλος του σωματείου του, ήταν πλούσια. Η ασφάλεια άρχισε να τον παρακολουθεί και τον Οκτώβρη του 1936, δυο μήνες μετά τη μεταξική δικτατορία, πιάστηκε από τους χαφιέδες και κακοποιήθηκε. Μα δεν πρόδωσε. Ζητούσαν να κάνει «δήλωση μετανοίας». Μα ο Σιντό έδωσε τέτοια απάντηση που ταιριάζει στους χαφιέδες. Έτσι στάλθηκε εξορία στον Άη-Στράτη. Ως το 1943 που πέθανε από την πείνα, ο Σιντό Καλή στάθηκε βράχος ακλόνητος, πιστός αγωνιστής της ΟΚΝΕ, του Κόμματος μας.

Η ζωή του Σιντό Καλή στην εξορία, είναι ένα απ’ τα πιο λαμπρά παραδείγματα αφοσιωμένου νεολαίου αγωνιστή. Απλός, σεμνός, ειλικρινής, εργατικός, φανατικός πολέμιος των φραξιονιστών, υποστηριχτής της ενότητας της ομάδας των εξόριστων, φρουρός της κομματικής πειθαρχίας και ενότητας. Έπαιρνε ό,τι κάλο είχαν οι εξόριστοι, εκτιμούσε τους συντρόφους με τα καλά χαρίσματα και πετούσε στην άκρη τα άσχημα.

Ο Σιντό λάτρευε το Κόμμα, αγαπούσε προσωπικά το σ. Νίκο Ζαχαριάδη, θαύμαζε τη Σοβιετική Ένωση και τους μπολεβίκους. «Όχι, το Σταλινγκράντ και τη Μόσχα δεν πρόκειται να πάρουν οι χιτλερικοί, αλλά μια μέρα θα γίνουν συντρίμμια. Ο παππούς δεν πέφτει έξω. Άστους να χαίρονται τώρα. Μα θα γελάσει καλύτερα όποιος γελάσει τελευταίο». Αυτά έλεγε ο Σιντό στο διάστημα του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου της Σοβιετικής Ένωσης. Και πραγματικά γέλασαν οι Σοβιετικοί άνθρωποι και μαζί τους όλοι οι λαοί του κόσμου. Μονάχα ο Σιντό δεν πρόλαβε να γελάσει… Τον έφαγε ο ξερός βράχος του Άη-Στράτη. Τον έφαγε η πείνα και το κρύο, οι χιτλερικοί φασίστες και οι Έλληνες προδότες.

Το γραφείο της Κομματικής φράξιας, εκτιμώντας το χαρακτήρα του Σιντό, τη δουλειά του, τον ανέθεσε σειρά από υπεύθυνες δουλιές. Τον υπέδειξε στην καθοδήγηση των μελών της ΟΚΝΕ Άη-Στράτη. Από τη θέση του αυτή έπαιξε σοβαρό ρόλο στην επαναστατική καθοδήγηση των νεολαίων εξορίστων. Καλλιεργούσε στους νέους το πνεύμα της ενότητας, της πειθαρχίας, της οργάνωσης και της δουλειάς. Καλλιεργούσε το πνεύμα της επαναστατικής επαγρύπνησης, χτυπούσε την τσαπατσουλιά, τη βλαβερή περιέργεια, την τεμπελιά και την αδιαφορία. Φρόντιζε για την καλή επεξεργασία και έκδοση της νεολαιίστικης εφημερίδας τοίχου «Νεολαιίστικη Φλόγα». Φρόντιζε οι νεολαίοι να είναι πρώτοι στα πολιτικά μαθήματα και διαλέξεις. Αγαπούσε πολύ τον εκπολιτισμό. Οργάνωνε εκδρομές, γλέντια, χορούς, καλλιτεχνικά προγράμματα, που ψυχαγωγούσαν, ξεκούραζαν και ανακούφιζαν τη μονότονη ζωή των εξορίστων. Χαρακτηριστική αρετή του Σιντό ήταν η εργατικότητά του. Δούλευε όλη τη μέρα σε διάφορες δουλιές, και τον ευχαριστούσε αυτό πολύ. Δούλευε εθελοντικά στον κήπο, κουβαλούσε ξύλα στην πλάτη από το βουνό, τις Κυριακές έκανε το λούστρο κι εξυπηρετούσε τους συντρόφους, κουβαλούσε αποσκευές νεόφερτων εξορίστων από το λιμάνι στα σπίτια, έκανε τον αχθοφόρο, τον ψαρά κ.λπ.

Κάποτε το ελληνικό μέτωπο κατάρευσε.(…)Μπήκε σε εφαρμογή η μηχανή του θανάτου από την πείνα. 13 μήνες οι εξόριστοι του Άη-Στράτη μείναν χωρίς ψωμί και 4 μήνες χωρίς λάδι και αλάτι. Τρέφονταν με διάφορα χόρτα, ρέγγες, ψόφια πρόβατα, γελάδια και γαϊδουρια, με 80 δράμια κρίθινο αλεύρι τη μέρα ή από ένα φλυτζάνι του καφέ ρεβύθια. Ο Σιντό δεν είχε τώρα μονάχα το μαρτύριο της πείνας. Σαν εβραίος που ήταν, τον καλούσαν συχνά στην ασφάλεια και τον έκαναν μαύρο στο ξύλο.

Ώσπου η πείνα και το ξύλο τον έριξαν βαριά στο κρέβατι. Το Φλεβάρη του 1942 ζει φριχτές μέρες και ώρες. Γίνεται σκελετός από την πείνα. Φαίνονταν τα κόκκαλά του τυλιγμένα με ένα κίτρινο πετσί. Τα μάτια του θολά κι αγριεμένα, μα όλο πίστη γεμάτα. Δε μπορεί να κινήσει ούτε χέρια ούτε πόδια. Ο δυνατός και γερός Σιντό Καλή γίνεται φάντασμα.

Στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα πορτραίτο του σ. Ν. Ζαχαριάδη. Το κοιτάζει και συχνά μονολογεί: «Ό,τι κι αν συμβεί δεν γίνομαι προδότης. Σου το ορκίζομαι! Είμαι παιδί του Μαλτέζου. Δεν θα με λυγίσει τίποτα. Κι αν πεθάνω θα είναι περήφανη η ΟΚΝΕ γιατί κάνω σαν μέλος της το χρέος μου απέναντι στη νεολαία και στο λαό μας…»

Ο Σιντό Καλή άρχισε να πρήζεται, δείγμα ότι θα πεθάνει. Ζει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Μια μέρα συγκεντρώνοντας όλες του τις δυνάμεις, φώναξε: «Σύντροφοι! Πεινώ! Όσοι ζήσετε και βγήτε έξω, πέστε στους φίλους μου, στους συγγενείς και γνωστούς μου: Ο Σιντό πέθανε από την πείνα μα δεν πρόδωσε! Το ακούτε σύντροφοι; Να μην ξεχάσατε!… Ζήτω το ΚΚΕ. Ζήτω η ΟΚΝΕ!». Και ο Σιντό έκλεισε για πάντα τα μάτια…

Έκλεισαν τα μάτια του Σιντό, του σεμνού και μαρτυρικού παλικαριού, μα χιλιάδες άλλα άνοιξαν. Τα άνοιξε και τα ανοίγει η πείνα, η θυσία των αγωνιστών του λαού που έδωσαν το αίμα τους και τη ζωή τους, για να λείψουν τα βάσανα, τα μαρτύρια, το φριχτό δράμα των εκμεταλλευομένων. Ανοίγουν τα μάτια τους και παλαίβουν ακούραστα χιλιάδες νέοι για να τελειώσουν το έργο για το οποίο παλαίβοντας και ο Σιντό Καλή, έπεσε στο δύσκολο χαράκωμα της πείνας στον Άη-Στράτη, στις 18 του Μάρτη 1942.

Οδηγητής, τ. 1026, Ιούλης - Αύγουστος 2015
(Μέρος αφιερώματος της εφημερίδας της ΚΝΕ με τίτλο  "ΑΗ-ΣΤΡΑΤΗΣ ένα μικρό νησί που μεγάλωσε απ' τη λεβεντιά των εξόριστων", σε επιμέλεια Ορθόδοξου Τοκαλή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: