"Να τους δώσουμε να καταλάβουν πως ο σοσιαλισμός είναι δύσκολο πράμα ακριβώς γιατί είναι μεγάλο πράμα. Δε φτάνει να πάρεις την εξουσία. Χρειάζεται να ζυμώσεις ξανά τον άνθρωπο που τον έπλασαν οι αιώνες, και να φτιάξεις απ’ την αρχή, καινούργιο…"
( "...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα")

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

H πολιτική σκέψη του Κώστα Μπόση στο μυθιστόρημα «Ο Θωμάς ο Καρατζάς»




ΤΑΣΣΟΣ (Αλεβίζος): Αγωνιστές

Μια εργασία που έγραψε για το ιστολόγιό μας η καλή μας φίλη Σοφία (από το ιστολόγιο ofisofi), με  τίτλο H πολιτική σκέψη του Κώστα Μπόση στο μυθιστόρημα «Ο Θωμάς ο Καρατζάς», παρουσιάζουμε σήμερα με χαρά. Με την σιγουριά πως προσπάθειες σαν αυτή συμβάλλουν στην διάδοση του λογοτεχνικού έργου του Κώστα Μπόση και το κάνουν πιο «προσβάσιμο»,  κυρίως σε όσους ως τώρα αγνοούσαν την ύπαρξή του, την ευχαριστούμε από καρδιάς.


H πολιτική σκέψη του Κώστα Μπόση στο μυθιστόρημα «Ο Θωμάς ο Καρατζάς»

«Ο Θωμάς ο Καρατζάς, ο παπούς, κατέβηκε να κοιμηθεί στο τελευταίο του γιατάκι. Ο Θωμάς ο Καρατζάς, τ’ αγγόνι, ξεμπαρκάρει στα Γιούρα. Ο αγώνας συνεχίζεται. Πιο απότομη γίνεται η ανηφόρα....»
Διαβάζω τις τελευταίες γραμμές  και σκέφτομαι. Στο νου μου  έρχονται οι στίχοι του Μήτσου Ευθυμιάδη:

Χάθηκε η επανάστασή μας
και δεν ήρθε η νεκρανάστασή μας
όπως γράφει η ιστορία
στα μαθητικά βιβλία

Μπρος λοιπόν ολιγαρχία
βάλε αγέρα στα πανιά
για μια νέα τυραννία
των αστών την κοινωνία

Ζώσαμε οι ραγιάδες τ΄ άρματά μας
θέλοντας να ζήσουν τα παιδιά μας
σε μια νέα κοινωνία
με ψωμί κι ελευθερία

Μα την ανεξαρτησία
που κερδήθηκε σκληρά
μας την πήρε η ολιγαρχία
με απάτη και με βία.

Η ιστορία αρχίζει στα πολύ παλιά χρόνια. Τέλη 19ου αι. Η Ελλάδα δεν έχει απελευθερωθεί ολόκληρη από τους Τούρκους. Στην τοιχογραφία  που στήνει ο συγγραφέας απλώνονται ορεινοί όγκοι, υψώματα, χαράδρες, γκρεμοί, πλαγιές και διάσελα. Ανάμεσα τους χωριά, άνθρωποι και ζώα με τα βάσανα τους και τα προβλήματά τους. Προχωρούν τα χρόνια, αλλάζουν οι εποχές, οι συνθήκες και οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων μεγαλώνουν τον πίνακα. Όλα και όλοι  δένονται μεταξύ τους. Οι σχέσεις τους είναι δύσκολες. Ο τόπος είναι σκληρός και οι άνθρωποι τού μοιάζουν. Η αδικία, η εκμετάλλευση έρχονται να πάρουν τη δική τους θέση στη ζωή των περισσοτέρων. Προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, ονειρεύονται, αλλά τα εμπόδια που στήνονται δύσκολα ξεπερνιούνται.

Κάποιοι  ξεχωρίζουν. Δεν τους αρέσει η ζωή τους. Οι πρώτοι προβληματισμοί γεννιούνται από  μικρά και απλά περιστατικά. Τα χρόνια περνούν, νέες ιδέες αρχίζουν να κυκλοφορούν. Ορισμένοι  μιλούν για μια διαφορετική κοινωνία.

Η αφήγηση του Κώστα Μπόση  έχει τα γνώριμα πλέον χαρακτηριστικά. Πλούσιες περιγραφές του φυσικού τοπίου, ρεαλιστική απόδοση των χαρακτήρων, φτώχεια και αγώνας για την επιβίωση από τη μια μεριά, καιροσκόποι από την άλλοι. Πρωταγωνιστική θέση επίσης κατέχουν τα διάφορα ζευγάρια μέσα από τις σχέσεις των οποίων ο Μπόσης προβάλλει ανθρώπινες καταστάσεις και συναισθήματα. Έρωτες, αγάπες, προδοσίες, πάθη, αλλά και πολλή τρυφερότητα. Πάντα στα μυθιστορήματα του Μπόση ξεχωρίζουν ένα ή δυο ζευγάρια πολύ αγαπημένα που οι δυσκολίες της ζωής  και η συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες με όλες τις συνέπειες κατορθώνουν να τα ενώσουν ακόμη περισσότερο.

Οι οικονομικές αντιθέσεις, οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι  πολιτικές αντιπαραθέσεις  σε διαφορετικές εποχές που η μια όμως διαδέχεται την άλλη αποτελούν το φόντο μέσα στο οποίο δρουν οι ήρωες του μυθιστορήματος. Η δράση εκτυλίσσεται σε διάφορους τόπους. Τα πρόσωπα συνεχώς μετακινούνται. Το κέντρο είναι το μικρό χωριό, το Περιστέρι,  και γύρω από αυτό πάνε και έρχονται  οι άνδρες, οι γυναίκες, τα παιδιά. Από αυτό το κέντρο απλώνονται σε διάφορες πόλεις  και  τόπους και μετά  επιστρέφουν πάλι σε αυτό. Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Αίγινα, Αη- Στράτης

Αυτό το μυθιστόρημα όμως διαφέρει από τα προηγούμενα του ίδιου συγγραφέα γιατί μέσα από τις σελίδες του περνάει η ιστορία της νεότερης Ελλάδας . Ο Μπόσης εστιάζει κυρίως στη δράση των ανθρώπων εκείνων που διαφοροποιήθηκαν από τους υπόλοιπους γιατί προχώρησαν ένα βήμα πιο μπροστά και συνειδητοποιήθηκαν. Μπόρεσαν δηλαδή μέσα από τις διάφορες αντιξοότητες της ζωής τους να καταλάβουν την πραγματική αιτία των δεινών τους και να οργανωθούν σε μικρές σοσιαλιστικές ομάδες αρχικά, στο κομμουνιστικό κόμμα αργότερα. Σε όλη την ανάπτυξη της δράσης των ηρώων παρακολουθούμε το συνεχή αγώνα αυτών των ανθρώπων.

Ανάλογα με την εποχή οι άνθρωποι δρουν, βάζουν στόχους και προσπαθούν να τους πετύχουν. Η δράση τους προκαλεί την αντίδραση της εξουσίας που απαντά με διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες. Άνθρωποι συνεχώς κυνηγημένοι και καταδιωκόμενοι.

Συγκλονιστικές οι σκηνές από τον Αη Στράτη, από τις φυλακές, από την απομόνωση, τα δικαστήρια.

Αποτύπωση του φόβου των ανθρώπων, της έλλειψης εμπιστοσύνης. Οι προδότες κυκλοφορούν ανάμεσα τους. Σε ποιον να απευθυνθούν, πού να ακουμπήσουν; Ποιος είναι ο διπλανός τους;

Τους παρακολουθούμε να αγωνίζονται συνεχώς σε όλα τα μέτωπα και η πληρωμή ήταν πολλές φορές ο θάνατος.

Η πίκρα του πατέρα, η αγωνία και ο καημός της μάνας για το γιο τον φυλακισμένο.

Σε αυτό το μυθιστόρημα οι παρεκβάσεις του συγγραφέα, του Κώστα Μπόση, γίνονται  με τη μορφή προβληματισμών για την πολιτική πραγματικότητα και εκφράζονται είτε με τη φωνή ή τη σκέψη κάποιου ήρωα ή με τη φωνή του αφηγητή.  Αμφισβητήσεις, ερωτηματικά, εκτιμήσεις εμπλουτίζουν το μυθιστορηματικό υλικό.

«Ο Θωμάς ο Καρατζάς» είναι ένα μυθιστόρημα πλούσιο σε πολιτικές εκτιμήσεις και ιστορικές αναλύσεις  Η ματιά του  συγγραφέα είναι διαφορετική, διαφοροποιημένη  και αιρετική σε σχέση με τα διάφορα ιστορικά γεγονότα, τα αίτια και τις συνέπειές τους.

Η ιστορία του Θωμά του Καρατζά αρχίζει λίγο πριν τον αποτυχημένο πόλεμο του 1897.  «Πόλεμος! Πόλεμος !... Γενική επιστράτευση!...»

Ο Μπόσης παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο την αφέλεια των απλών ανθρώπων που θεωρούσαν τον πόλεμο ένα πανηγύρι «Μια βδομάδα...το πολύ δύο...» Συγχρόνως προβάλλει το μεγαλοϊδεατισμό που είχε καλλιεργηθεί από χρόνια στην κοινωνία και ωθούσε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι «Με του Χριστού την πίστη  και στρατηλάτη το γεναίο βασιλιά μας θα τους κυνηγήσουμε πίσω απ’ την Κόκκινη Μηλιά, θα πάρουμε την Πόλη, θα αναστηθεί ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, θα ανοίξουν οι πύλες της Αγίας Σοφίας, θα ξεμαρμαρώσει ο Πατριάρχης...»

Νομίζουν ότι η Ελλάδα θα γίνει μεγάλη και τρανή. Η εικόνα του στρατεύματος  παρουσιάζεται διαφορετική «οι πρώτοι πήραν ντουφέκια...για τους υπόλοιπους δεν είχαν...Νηστικοί, διψασμένοι, σκονισμένοι, περπατούν χωρίς σταθμό μες στον κάμπο».  Ο πόλεμος εξελίσσεται σε τραγωδία, πανωλεθρία, υποχώρηση  «Μάς πήραν φαλάγγι, έλεγαν. Τίποτα δεν τους κρατάει».

Ο Μπόσης σχολιάζει με μια πικρή ειρωνεία το αποτέλεσμα του πολέμου, της ήττας «Ο Θωμάς ξέχασε και την Κόκκινη Μηλιά και το Μαρμαρωμένο βασιλιά. Τώρα σκεφτόταν το Περιστέρι, τη Βάσω».  Η ήττα προκαλεί ανησυχία και φόβο.  Ποιον να αντιμετωπίσουν πρώτα; Από τη μια οι Τούρκοι από την άλλη οι τσιφλικάδες, το μοναστήρι. Τα κτήματα, τα ζώα, οι ακτήμονες. Ο πρώτος ξεσηκωμός των χωρικών «Τα χωράφια μας θέλουμε!...να μας δώσετε τον τόπο μας!...»

Είναι αλήθεια πως η προβολή των εθνικών διεκδικήσεων και των αλυτρωτικών ζητημάτων  υπήρξαν ανασταλτικοί παράγοντες στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης στην Ελλάδα. Η λύση των οικονομικών προβλημάτων και η καλυτέρευση της ζωής των φτωχών ανθρώπων είχαν ταυτιστεί με την απελευθέρωση των σκλαβωμένων περιοχών. Έτσι κανείς δεν έβλεπε τον τσιφλικά ή το μοναστήρι που του έκλεβε το μόχθο και τον ιδρώτα.

Μετά την ταπεινωτική ήττα του 1897 αρχίζει να διαμορφώνεται ένα διαφορετικό κλίμα. Μέσα σε αυτό εντάσσεται το πρώτο αυθόρμητο ξέσπασμα των αγροτών που το κατέστειλε βίαια η αστυνομία. Αυτή η καταστολή  προκαλεί προβληματισμούς , απορίες και οδηγεί σε αμφισβητήσεις τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος Θωμά Καρατζά.
«Κάτι έσπασε μέσα του απότομα και τού έφερε δυνατό πόνο. Κείνα τα παραμύθια έγιναν κουρνιαχτός και στάχτη.  Αντί να φτάσουμε στην Κόκκινη Μηλιά λέει με πίκρα , κόντεψε να μπουν οι Τούρκοι στην Αθήνα..»

Το αδιαμόρφωτο ακόμη μυαλό του «βλέπει» από τη μια το δίκιο των ακτημόνων αλλά από την άλλη δεν μπορεί να εξηγήσει την επέμβαση της Αστυνομίας, το ρόλο του κράτους. Η σκέψη του είναι ακόμη μπερδεμένη αλλά σιγά σιγά αρχίζει να ξεκαθαρίζει «Κρίμα κι άδικο να μάς χτυπήσουν οι Τούρκοι, αλλά ...κάμποσοι πήραν χωράφια και, όσο κι αν τους ζορίζουν, πίσω δεν τα δίνουν...Για τη ντροπή!...Τί να κάνουμε;! Με τον καιρό θα περάσει...». Τα πρώτα βήματα προς τη συνειδητοποίηση  έγιναν.

Η Ελλάδα του τέλους του 19ου αι και των αρχών του 20ου δεν έχει ακόμη βιομηχανική ανάπτυξη.  Δίπλα στα υποτυπώδη εργοστάσια  και τις  βιοτεχνίες  συναντάμε τις άσχημες συνθήκες εργασίας, την εκμετάλλευση των εργατριών, την παιδική εργασία.  Ο σκληρός συναγωνισμός των πρώτων εργοστασιαρχών για μεγαλύτερο κέρδος και επικράτηση τους σπρώχνει σε ακόμη πιο σκληρή εκμετάλλευση.
«Ο Αγγελής δε συμπονάει ούτε τα μικρά κοριτσάκια των 13 χρονώ , που κλαίνε πάνω στους αργαλιούς, ούτε τις έγκυες γυναίκες, που λιποθυμούν, ούτε τις γριούλες, που τρέμουν από τα χρόνια και την αδυναμία...»

Ο συγγραφέας αποτυπώνει  τις πρώτες εικόνες της αδιαμόρφωτης ακόμα ταξικής συνείδησης στην Ελλάδα. Οι εργάτες, οι εργάτριες δεν μπορούν να καταλάβουν ποιος φταίει για την άθλια ζωή τους, για την πείνα τους, την αρρώστια τους, την ανημπόρια τους. «Ο κόσμος πίνει, για να ξεχάσει τις πίκρες του, τη φτώχια του...»

«Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα

δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.»*

Ο Θωμάς όμως έχει αρχίζει να ξεχωρίζει γιατί έχει αρχίσει να σκέφτεται «Το φουκαρά τον αγρότη όλοι τον κυνηγάνε. Και ο χωροφύλακας και ο εισπράχτορας και ο δασικός,  και  ο ίδιος ο Θεός...».

Στις πόλεις η άγρια εκμετάλλευση και στα χωριά η φτώχεια. Φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια παντού. «Απ’ τα χωριά κατεβαίνουν συνέχεια για δουλειά αγρότες...» Εσωτερική μετανάστευση, σκληρή ζωή, το μεροκάματο που δε βγαίνει. Οι αγρότες  μεταμορφώνονται σε εργάτες, δουλεύουν στα εργοστάσια . Αρχίζουν οι πρώτες προσπάθειες οργάνωσης σωματείου  και οι πρώτες απολύσεις. «Στο υφαντουργείο  έγινε μια προσπάθεια να οργανωθεί σωματείο κι έδιωξαν μερικούς, μαζί  και τον Αλέκο...»

Αρχές του 20ου αι. Ο Βενιζέλος κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. Ο Θωμάς πάλι ζυγιάζει την κατάσταση. Αναλύει την πολιτική κατάσταση. Τον βασιλιά δεν τον ήθελε. Ο νέος πολιτικός  λένε ότι είναι ικανός, ότι θα φέρει τη δημοκρατία και ότι θα κάνει την Ελλάδα σπουδαία και μεγάλη. Προβληματίζεται.

Και πάλι πόλεμος. Ο Βαλκανικός αυτή τη φορά. Πικρό  και ειρωνικό το σχόλιο του συγγραφέα έτσι όπως το εκφράζει  η σκέψη του Θωμά.  «Μεγάλωσε η Ελλάδα. Θα μεγαλώσει κι ακόμα περισσότερο ‘Θα τους διώξουμε τους Τούρκους πίσω από την Κόκκινη Μηλιά’ Πού  βρίσκεται  η Κόκκινη Μηλιά και σήμερα δεν το ξέρει, όμως είναι περήφανος γιατί μεγάλωσε η Πατρίδα...Αλλά...Απ’ τον άνθρωπο ποτέ δε φεύγουν οι πίκρες...»

Ο πόλεμος  σταμάτησε κι έγινε ειρήνη. Η Ελλάδα μεγάλωσε. Τα προβλήματα όμως για τους φτωχούς παραμένουν  τα ίδια και χειρότερα. Οι άνθρωποι πεινούν «μείναμε χωρίς καλαμπόκι...» και  «κείνη η σκέψη, πως μεγάλωσε η Ελλάδα, σα να έσβησε...» Και πάλι οι άνθρωποι αναγκάζονται να αναζητήσουν διεξόδους. Άλλα παιδιά έφευγαν και οδηγούνταν σε ακόμα μεγαλύτερες πόλεις, άλλα δίνονταν σε πλούσιες οικογένειες. Ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ρόδα. Κυριαρχεί η φτώχεια, η ανεργία και η ανηλεής εκμετάλλευση από τη μια και ο πόλεμος από την άλλη.

Η έκτακτη επιστράτευση,  η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου  Πολέμου, οι αρχικές ταλαντεύσεις της Ελλάδας, οι αλλαγές που συντελούνται στην Θεσσαλονίκη, την πόλη που έχουν καταφύγει τα αγόρια του Θωμά,  η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας, οι οικονομικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα στους μικρούς και αδύναμους.  Η κατάσταση επιδεινώνεται με τον διχασμό, την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, τον αποκλεισμό, την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
«Οι παλιότερες δυσκολίες χάνονταν στο βάθος του χρόνου και ξεθωριάζουν . Τις μελλοντικές δεν τις ξέρει  ακόμα...»

Πόλεμοι γίνονται, κυβερνήσεις αλλάζουν, τα σύνορα μεγάλωσαν αλλά ο φτωχός άνθρωπος παραμένει φτωχός. Γιατί;
Οι νέες συνθήκες φέρνουν  αλλαγές στις συνήθειες  και στις αντιλήψεις. Η γυναίκα βγαίνει στην παραγωγή.  Ήδη στην πόλη είναι εργάτρια. Στο χωριό οι γυναίκες αναγκάζονται να ξενοδουλέψουν  για ένα κομμάτι ψωμί, για να ζήσουν τις οικογένειές τους. Οι μεγάλες αλλαγές όμως συντελούνται στην  πόλη. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης με βιομηχανική και βιοτεχνική ανάπτυξη. Εκεί οργανώνεται για πρώτη φορά το εργατικό κίνημα, εκεί συναντούμε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες και  οργανώσεις.

Ο Μπόσης  έχει δώσει αυτό το ρόλο στον Γιώργο Καρατζά. Μετά από αρκετές δυσκολίες  και διάφορες δουλειές, τον συναντάμε σε καπνομάγαζο να έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με λέξεις πρωτάκουστες, συνδικάτο, απεργία, οχτάωρο. Όλα αυτά τον οδηγούν στην συμμετοχή του στην πρώτη πολιτική συγκέντρωση  που καταλήγει στη δημιουργία σοσιαλιστικής οργάνωσης.

Ο Γιώργος Καρατζάς φωτίζεται σιγά σιγά. Στο μυαλό του οι μπερδεμένες σκέψεις μπαίνουν σε σειρά και σημαντική  επίδραση σε αυτό ασκεί  η Οχτωβριανή Επανάσταση. «Εμείς είμαστε οι κολασμένοι...Πολλά είναι τα σκοτεινά. Μόνο ένα είναι ολοκάθαρο: Μπαίνει σε καινούριο δρόμο...» Το δρόμο της ταξικής συνειδητοποίησης.

Τα χρόνια περνούν. Γύρω στα 1920, η μικρασιατική εκστρατεία είναι σε εξέλιξη, οι άνθρωποι κουρασμένοι να πολεμούν καταψηφίζουν τον Βενιζέλο και επαναφέρουν το Βασιλιά με την ελπίδα να σταματήσει ο πόλεμος. Όμως ο πόλεμος στο μικρασιατικό μέτωπο συνεχίζεται και νέοι στρατιώτες μεταφέρονται εκεί. Ήδη έχει ιδρυθεί το ΣΕΚΕ και αντιπαλεύει το μεγαλοϊδεατισμό και τη συνέχιση του πολέμου. Τι γυρεύει ο ελληνικός στρατός στα βάθη της Μ. Ασίας; Ο συγγραφέας υιοθετεί τις απόψεις του νέου κόμματος. Η φωνή του ακούγεται  να σχολιάζει «Στα βάθη της Μ.Ασίας. Η Πατρίδα, ακόμα και η παραλιακή ζώνη με τον ελληνικό πληθυσμό, είναι μακριά. Ο στρατός  προχωράει ‘νικηφόρα’. Οι Τούρκοι υπερασπίζουν τα χωράφια τους, τα σπίτια τους, τα παιδιά τους...Μάχες  μέρα-νύχτα. Στην πρώτη γραμμή με τον τακτικό στρατό. Στις πλάτες με τους Τσέτες».
Μια διαφορετική άποψη για το μικρασιατικό πόλεμο, αντίθετη από την επικρατούσα.

Λίγο πιο κάτω ο διάλογος είναι αντιπροσωπευτικός 
«- Εκεί περνάει ο Σαγγάριος, λέει. Μια δρασκελιά ακόμη και  μπαίνουμε στην Άγκυρα.

- Και θα γίνει η Πατρίδα μας μεγάλη και τρανή, μουρμουρίζει ο Γιώργος...» κρύβει το μάταιο της προσπάθειας και το άκαιρο του στόχου. Οι έλληνες στρατιώτες αντιμετωπίζονται ως θύματα ενός προδιαγεγραμμένου τέλους. Μια σειρά ερωτήσεων «Πού πάμε; Πατάμε ξένη γη, καίμε χωριά, ξεκληρίζουμε τον κόσμο, σκοτώνουμε και μάς σκοτώνουν. Θα ξεσηκωθούν οι Τούρκοι , όπως έκαναν οι Έλληνες το ’21. Τι να κάνουμε;»  θίγει θέματα ταμπού για τους Έλληνες διότι αναφέρεται στη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού. Δίνει επίσης τις αντιδράσεις που εκδηλώνονταν στην Αθήνα με τις αντιπολεμικές συγκεντρώσεις αλλά και τις διαθέσεις των στρατιωτών που θέλοντας να ξεφύγουν από την κόλαση αυτοτραυματίζονται ή πετούν τα όπλα. Αλλά και στην Ελλάδα οι συνέπειες είναι οδυνηρές «ο Χάρος χτυπάει πότε το ένα σπίτι και πότε το άλλο».

Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη μικρασιατική καταστροφή οι ήρωές του αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα. Ανάμεσα σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι ιδεολογικές διαμάχες που ξεσπούν στο χώρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος. «Φύσαγαν κάθε λογής αγέρηδες κι άκουγες διάφορες θεωρίες... «Να βάλουμε άλλους μπροστά. Οι εργάτες μονάχοι τους δεν τα βγάζουν πέρα» , «Να φτιάξουμε κόμμα με άλλο όνομα», «Ο ένας μιλούσε για λικβινταρισμό, ο άλλος για δογματισμό»

Οι  πρώτες διαδηλώσεις , οι αγώνες των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη , η συνομωτική δουλειά, το κυνηγητό, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις δίνουν το κλίμα της μεσοπολεμικής εποχής και τις δυσκολίες του κινήματος. Τίποτε δεν είναι εύκολο, τίποτε δεν είναι δεδομένο.

Ο Μπόσης καταπιάνεται επίσης με το δύσκολο θέμα των σλαβοφώνων και  το χειρίζεται με πολύ λεπτό και ανθρώπινο τρόπο μακριά από εθνικιστικές φωνές και υστερίες.  Ο δάσκαλος, ο Λευτέρης Καρατζάς, διορίζεται  σε ένα από τα χωριά αυτά στη Μακεδονία, κοντά στα σύνορα. Έρχεται αντιμέτωπος με τη μισαλλοδοξία, τον φανατισμό και τις διακρίσεις. Ο Λευτέρης έχει στο νου του τον πραγματικό ρόλο του δάσκαλου, που έχει «υψηλή αποστολή» και «αναμορφωτικό ρόλο»  Ο δάσκαλος είναι «ευγενικό επάγγελμα» , αλλά η εικόνα του σχολείου και η έχθρα των κατοίκων  σε όσους δεν μιλούσαν ελληνικά τον καταρρακώνει. Θύματα της έχθρας οι μικροί μαθητές που κάθονται χώρια πάνω σε πέτρες μέσα στην τάξη «αυτά είναι Βούργαροι κομιτατζήδες...»  και ο ίδιος που κατηγορείται για συνεργασία με τους «εχθρούς» και ότι δεν έδωσε στον κόσμο τη βοήθεια που ήθελε αλλά αντίθετα του πλήγωσε τα εθνικά αισθήματα. 

Αν η συνωμοτική δουλειά διαμόρφωσε τον επαναστατικό χαρακτήρα του Γιώργου Καρατζά, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία που βίωσε ο Λευτέρης στο μακεδονικό χωριό έπλασαν τη δική του προσωπικότητα «διαμόρφωσαν τελειωτικά τη ψυχή του Λευτέρη». Ο Λευτέρης πικραμένος και ψυχικά τραυματισμένος ονειροπολεί «Θα’ρθει ένας καιρός και θα σβήσει η μισαλλοδοξία και θα γίνει αφέντης η  αγάπη, που δεν έχει ούτε εθνικότητα ούτε κοινωνική προέλευση ...».

Τα χρόνια και οι μέρες που ακολουθούν είναι δύσκολα για τους κομμουνιστές ήρωες του Μπόση.  Η εποχή του μεσοπολέμου, η δικτατορία του Μεταξά, η παράνομη δουλειά, οι χαφιέδες, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι εξορίες, η ανασφάλεια αλλά και οι εντεινόμενες κομματικές και ιδεολογικές διαμάχες  δοκιμάζουν τις αντοχές τους.  Υπάρχει μια έντονη φαγωμάρα ανάμεσα στα μέλη του κόμματος. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο για χαφιέ, για ταξικό εχθρό, για οπορτουνισμό. Έχει χαθεί η εμπιστοσύνη και αυτό ο Μπόσης το σχολιάζει με αρκετή δόση πίκρας «Είμαι χαφιές και δε με πιάνει η Ασφάλεια. Με φώναξε ο Τάσος και μου ζήτησε να τους βοηθήσω να τσακίσω τους πράχτορες του εχθρού» Σαν του είπα: Δεν καταλαβαίνω τί διαφορές έχετε και δεν πρόκειται να ρίξω κι εγώ λάδι στη φωτιά  θύμωσε: Από σένα το Κόμμα περίμενε πολλά και είπε: Η στάση σου βοηθάει τον ταξικό εχθρό. Κάτι ξέρει η Ασφάλεια και δεν σε πιάνει...».

Μολονότι τα ιδεολογικά προβλήματα είναι έντονα, ακόμα και στην εξορία,  όταν συζητούν οι κομμουνιστές μεταξύ τους  ο αφηγητής επιμένει να τους  ιχνογραφεί με τα πιο όμορφα χρώματα. Είναι αισιόδοξοι και ονειροπόλοι για την μελλοντική κοινωνία που θέλουν να κτίσουν. Είναι ρεαλιστές και ξέρουν ότι θα χρειαστούν χρόνια, αγώνες και θυσίες. Λέει κάπου ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος: «...όταν έγινα κομμουνιστής, έλεγα: Σ΄ένα δυο χρόνια. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι και δεν ξέρουμε τι δυσκολίες θα συναντήσει το κίνημα και πόσες θυσίες θα χρειαστούν ακόμη...» Διορατικός ο αφηγητής  στην εκτίμησή του για τα χρόνια που έρχονταν.

Σε αρκετά σημεία των διαλόγων αναφέρει τη λέξη αισιοδοξία, την οποία θεωρεί «νόμο του κινήματος» γιατί «λιποψυχίες , ακόμα και προδοσίες παρουσιάστηκαν και σε άλλες εποχές...όμως οι λαοί κερδίζουν τις επαναστάσεις με τον ηρωισμό και τις θυσίες.»

Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά ξεσπάει ο πόλεμος του 1940. Πολλά και δύσκολα τα ζητήματα που θίγει σε σχέση με το κόμμα. Δίνει με έντονο τρόπο τη διαμάχη ανάμεσα στα κομματικά μέλη για τη συμμετοχή των κομμουνιστών ή όχι στον πόλεμο. Παρουσιάζει τη σύγχυση που επικρατούσε. Η διαφορετική γραμμή της καθοδήγησης, οι λαθεμένες εκτιμήσεις. Το γράμμα του Ζαχαριάδη. Ο πρώτος χειμώνας της Κατοχής. Οι εξόριστοι παραδίνονται στους χιτλερικούς από τους Έλληνες συνεργάτες τους. Το κόμμα αποδιοργανωμένο από τα χτυπήματα  με ελάχιστα μέλη. Μια διάχυτη απογοήτευση υπάρχει παντού. Οι Γερμανοί προχωρούν. Οι πρώτες φωνές για ένοπλη αντίσταση αρχίζουν να ακούγονται.

Από αυτή την περίοδο και μετά ο Μπόσης εκφράζει έντονους προβληματισμούς, κάνει εκτιμήσεις και κριτική σε ζητήματα τακτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι ήρωές του ενθουσιώδεις μπαίνουν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας από τους κατακτητές.  Να σώσουν το έθνος. Μέσα στη δίνη των γεγονότων διαπράττονται λάθη γιατί αδυνατούν να ορίσουν τις διαχωριστικές γραμμές. Δείχνουν εμπιστοσύνη στα πρόσωπα «Και αυτή η αγάπη, η εμπιστοσύνη, ήταν το βάθρο  των κατοπινών επιτυχιών και μια από τις αιτίες των λαθών. Καταλάγιαζε τις ανησυχίες, τη δημιουργική σκέψη...»

Οι εχθροί δεν ήταν μόνο οι κατακτητές. Ήταν και οι σύμμαχοι, οι Άγγλοι. Ήταν και οι ντόπιοι συνεργάτες τους. «Μακριά από τη φαυλοκρατία, το παλάτι , τους Εγγλέζους...»

Ο Μπόσης  διερευνά   τα αίτια που οδήγησαν το κίνημα της Αντίστασης σε ήττα. Στην Αντίσταση αποδίδει το εύρος της Επανάστασης. Ο στόχος δεν ήταν απλά να απελευθερωθεί η πατρίδα από τους Γερμανούς, αλλά ήταν η ευκαιρία να ανατραπεί όλο το προηγούμενο πολιτικό και οικονομικό σύστημα και να οικοδομηθεί μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία στηριγμένη στη μαρξιστική –λενινιστική θεωρία. Ο πρώτος λόγος που αυτό δεν πέτυχε ήταν ότι δεν έγινε η απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στο εθνικό και το ταξικό. Οι κομμουνιστές δεν πρόσεξαν αυτό το ιδιαίτερο σημείο.  Μέσα στην ένταση του αγώνα και στον ενθουσιασμό της νίκης δεν κατάλαβαν ότι  οι πολιτικοί τους αντίπαλοι, η αντίδραση όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, πολεμούσαν λυσσαλέα για να μη χάσουν την εξουσία. « Εμείς οι κομμουνιστάδες ...πάμε για το σοσιαλισμό, όμως τώρα πάνω απ’ όλα μπαίνει το εθνικό πρόβλημα...δεν τον άφηνε να δει ...πως ο λαός ξεσηκώθηκε  σύσσωμος στο πόδι  και τα έδωσε όλα στον αγώνα, όχι για να ρθει ξανά το καθεστώς  του Μεταξά ή κάτι παρόμοιο και τη θέση των Γερμανών να την πάρουν οι Εγγλέζοι  με κάποια άλλη μορφή...δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το γενικό από το μερικό, να τα συνδυάσει, να υποτάξει το ένα στο άλλο και να μην τα αντιπαραθέτει. Τη σκέψη του διαπότιζε όλο και περισσότερο η μικροαστική, η αφηρημένη κι όχι η ταξική ηθική...»

Φιλτράρει τα γεγονότα, διαφωνεί με  κουβέντες, σαν εκείνες που διατύπωνε ο Άρης, και πράξεις όπως τις σχέσεις ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Θεωρεί ότι κάποια πολύ βασικά γεγονότα δεν ξεκαθαρίστηκαν και οδήγησαν την αντίσταση, το κίνημα, την επανάσταση σε ήττα με την υπογραφή των συμφωνιών του Λιβάνου και της Βάρκιζας. Αποδίδει τεράστιες ευθύνες στην καθοδήγηση του κόμματος, στην ηγεσία του κινήματος.

Ο Γιώργος Καρατζάς αντιπροσωπεύει τον τύπο εκείνο του κομμουνιστή που δεν μπορούσε να δει ή μάλλον να παραδεχτεί την αρνητική πορεία των γεγονότων,  τα λάθη και  πίστευε ότι στο τέλος «παρ’ όλες τις ατιμίες  τους εμείς θα νικήσουμε!»

Κι όμως τα σημάδια ήταν κάτι παραπάνω από καθαρά «Ο ΕΛΑΣ από καιρό  είχε μπει κάτω από τις διαταγές του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, δηλαδή του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού».  Επιπλέον πιστεύει ότι η ίδρυση της ΠΕΕΑ  δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του μαχόμενου λαού, διότι  οι πραγματικοί εκπρόσωποι του ήταν μειοψηφία και δεν καθοδήγησε ούτε προστάτεψε την επανάσταση από τα χτυπήματα και τις μηχανορραφίες των εχθρών της. Σε αυτή τη θέση φαίνεται η διαφοροποίηση του εθνικού από το ταξικό. Η ΠΕΕΑ είχε εθνικό περίβλημα και για αυτό δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν γρήγορα ότι οι Άγγλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν οποιαδήποτε κατάσταση έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους.  Ο Μπόσης καταδικάζει την ανευθυνότητα της καθοδήγησης του ΚΚΕ  και του ΕΑΜ που «αντί να καλέσουν το λαό να υπερασπίσει  και με τα όπλα τη λευτεριά  και την τιμή του, τον αφόπλιζαν πολιτικά, ιδεολογικά, στρατιωτικά...Και άφηναν την αντίδραση να τον σύρει στη σφαγή άοπλο...Κι άρχισε ο Δεκέμβρης» 

Με πόνο, θα έλεγα, ίσως και παράπονο, δηλώνει  «Αύριο – μεθαύριο, όταν φύγουν απ’ τη ζωή και τα τελευταία πρόσωπα – πρωτεργάτες κείνων των γεγονότων  και μπει τάξη  στο Κόμμα, κι αν θ’ αξιωθεί να δει το φως  της δημοσιότητας τούτη η προσπάθεια, πολλοί θα πουν, πως κάμποσα απ΄αυτά της αφήγησης είναι απίστευτα. Ωστόσο, αν ψάξουν την ιστορία κείνης της περιόδου , θα βρουν κι άλλα περισσότερο απίστευτα...»

«Δεν θα έπρεπε να υπογράψουμε τη Βάρκιζα;» ρωτάει κάποιος.

«Δεν θα έπρεπε να φτάσουμε στη Βάρκιζα» απαντά ο άλλος.
Οι έντονες   συζητήσεις  οι συγκρούσεις μεταξύ συντρόφων και συναγωνιστών δείχνουν και τη σύγχυση που επικρατεί.
«Ο αγώνας χάθηκε και συνεπώς ήταν μάταιος» λέει ο ένας.

«Ο αγώνας αποτελούσε ιστορική ανάγκη , τα λάθη δεν ήταν απαραίτητα».

Η πιο σπαρακτική όμως σκηνή  βρίσκεται σε εκείνο το ΓΙΑΤΙ; Γιατί χάσαμε την Επανάσταση; αναρωτιέται ο φυλακισμένος κομμουνιστής, ο αγωνιστής  ένα βήμα πριν την εκτέλεση. Επιχειρεί μια ανάλυση των γεγονότων, της τακτικής του Κόμματος  και διαπιστώνει  με πόνο ψυχής «την αδυναμία, τη σύγχυση, τον πανικό κι όχι...εθνική μεγαλοψυχία. Εθνική μεγαλοψυχία, και παλληκαριά , και προσήλωση στην ομαλή εξέλιξη, και νομιμοφροσύνη θα δείχναμε, αν βοηθούσαμε  το λαό να πάρει την εξουσία, να απαλαγεί  από κάθε ζυγό, εθνικό και κοινωνικό. Στη δική μας «ευγένεια» , στο δικό μας «ανθρωπισμό»  η αστική τάξη απάντησε με αφάνταστη θηριωδία...»

Πολύ οδυνηρό  το συμπέρασμα. Σαν να ακούω ένα βουβό κλάμα, ένα σιγανό λυγμό «Σπάνια μια επανάσταση  θα πετύχει τόσο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες , όμως οι υποκειμενικές!...Το Κόμμα δεν ήταν σε θέση να κρατήσει την εξουσία, ούτε  και πάλεβε  για την εξουσία. Και το τραγικότερο, την εξουσία που τη δημιουργούσε αντικειμενικά ο αγώνας, την παράδωσε στον ταξικό εχθρό. Η πολιτική του ήταν δεξιο–οπορτουνιστική  και η ήτα της Επανάστασης αναπόφεχτη...»

Η ήττα άνοιξε μια πληγή που εξακολούθησε στα επόμενα χρόνια να αιμορραγεί γιατί «η αντίδραση κατάφερε να πείσει μια μερίδα πώς το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο ΔΣ έφταιγαν, να χωρίσει το λαό σε παρατάξεις και να στρέψει τη  μια, τη «νικήτρια» ενάντια στην άλλη ...»
Το χειρότερο όμως ήταν η φθορά των συνειδήσεων, η τρομοκρατία. Παλιοί αγωνιστές βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη, ο καθένας για το λόγο του. Αυτό όμως δεν ματαιώνει την προσπάθεια, δεν ακυρώνει τον αγώνα αλλά δεν πρέπει να καλύπτει και τις ευθύνες και τα λάθη. «Το κίνημα προχωρεί...»

Πολλοί λένε πολλά.

«Ωστόσο ένα πράμα είναι σίγουρο. Κείνο το όνειρο της νιότης μένει ακόμα όνειρο...Για τα μεγάλα όνειρα δε φτάνει η ζωή και οι αγώνες μιας γενιάς...Μόνο με την ψήφο στις εκλογές και μια συνδρομή στο σωματείο τα όνειρα δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα...»
 «Ο αγώνας συνεχίζεται. Πιο απότομη γίνεται η ανηφόρα...». (ofisofi)

(Αφιερωμένο στον Οικοδόμο)

Κώστα Μπόση, Ο Θωμάς ο Καρατζάς, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1978

*Οι στίχοι από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη, Οι μοιραίοι

Στα αποσπάσματα που παρατίθενται διατηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.

4 σχόλια:

sofia είπε...

Ο Θωμάς ο Καρατζάς είναι ένα μυθιστόρημα - τοιχογραφία. Η ανάγνωση του δεν προσφέρει μόνο αισθητική απόλαυση αλλά και έντονους πολιτικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανοί και συζητήσιμοι.
Πολλά ευχαριστώ βγαλμένα από τα βάθη της καρδιάς μου για τη δημοσίευση και την εμπιστοσύνη που δείχνει το ιστολόγιο στην προσέγγιση από μέρους μου του έργου του Κώστα Μπόση.

Ευχή μου η επανέκδοση του έργου του.

Να είσαι καλά Κραβαρίτη



Θωμάς είπε...

Σε ένα μυθιστόρημα ολόκληρη η Ιστορία της Ελλάδας.
Και όπως κατάλαβα από την παρουσίαση της Σοφίας το βιβλίο περιέχει αρκετούς προβληματισμούς και διαπνέεται από διάθεση κριτικής στάσης απέναντι σε ανθρώπους που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
Σοφία, συγκινήθηκα, διαβάζοντας το κείμενό σου γιατί σε πολλά σημεία θυμήθηκα τον πατέρα μου. Με παρόμοιο πνεύμα έβλεπε κι εκείνος την Ιστορία.Είμαι σίγουρος πως θα συγκινηθώ το ίδιο διαβάζοντας το βιβλίο.
Αγαπητέ Κραβαρίτη, αρχίζω τώρα να καταλαβαίνω τον λόγο που σε έκανε να μοχθείς για τη διάδωση του έργου του Κώστα Μπόση.

kravaritis είπε...

Σοφία,
αν κάποιος πρέπει να πει ευχαριστώ, αυτό είναι το ιστολόγιο, το οποίο σε θεωρεί πια μπουντέλι του.
Καλή δύναμη!

kravaritis είπε...

Θωμά καλώς όρισες!
Μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως θα γευτείς μοναδικές εμπειρίες ταξιδεύοντας στις σελίδες των βιβλίων του Μπόση. Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Καλή δύναμη!